Η απελευθέρωση της Λέσβου από την οθωμανική κατοχή πραγματοποιήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου.
Στις 7 Νοεμβρίου κατέπλευσε στα ανοιχτά του νησιού ισχυρή μοίρα του ελληνικού στόλου από τη Λήμνο με επικεφαλής το εύδρομο «Αβέρωφ», καθώς και δύο επίτακτα επιβατηγά που μετέφεραν αποβατική δύναμη.
Οι διαπραγματεύσεις για άμεση παράδοση του νησιού και της οθωμανικής φρουράς απέβησαν άκαρπες. Ακολούθησε η αποβίβαση των ελληνικών τμημάτων τα οποία κατέλαβαν την πόλη της Μυτιλήνης χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.
Η οθωμανική δύναμη αποσύρθηκε στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, σε οχυρές θέσεις που είχαν οργανωθεί στη διάρκεια του πρόσφατου ιταλοτουρκικού πολέμου γύρω από τον οικισμό Κλαπάδος. Ακολούθησε ανάπαυλα, στη διάρκεια της οποίας αντικαταστάθηκαν οι τοπικές οθωμανικές αρχές από ελληνικές. Την πολιτική διοίκηση ανέλαβε ο διπλωμάτης Ξενοφών Στελλάκης και τη στρατιωτική ο υποπλοίαρχος Κωνσταντίνος Μελάς. Μετά την άφιξη ενισχύσεων, μεταξύ των οποίων και ένας λόχος από διακόσιους δέκα (210) Λέσβιους εθελοντές, μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκίνησε επιχείρηση για την ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού.
Στις 3 Δεκεμβρίου, δύο φάλαγγες κινήθηκαν υπό τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Απολλόδωρου Συρμακέζη, με κατεύθυνση προς τα υψώματα Σκοτεινό Βουνό και Πετσοφά, αντίστοιχα. Έπειτα από αψιμαχίες, οι οθωμανικές δυνάμεις περιορίστηκαν στις οχυρωμένες θέσεις τους γύρω από το Κλαπάδος.
Την ανταλλαγή πυρών διέκοπταν απόπειρες διαπραγματεύσεων, έως ότου, περί το μεσονύκτιο της 7ης Δεκεμβρίου, ο Οθωμανός διοικητής και οι αξιωματικοί του ζήτησαν εγγράφως παράδοση. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφηκε το πρωί της επομένης, 8 Δεκεμβρίου. Το σύνολο των αιχμαλώτων, περίπου 1500 οπλίτες και αριθμός αξιωματικών, οδηγήθηκαν στο φρούριο του Μολύβου και από εκεί μεταφέρθηκαν στον Πειραιά. Στη διάρκεια της σύντομης αυτής επιχείρησης, οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 15 νεκρούς (μεταξύ αυτών ένας αξιωματικός, ο ανθυπολοχαγός Μενουδάκος) και 81 τραυματίες.